- ξυρήσιμος
- ξῠρ-ήσιμος, ον,A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυρήσιμος — ξυρήσιμος, ον (Α) [ξυρησις] αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος … Dictionary of Greek
ξυρήσιμος — fit for shaving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… … Dictionary of Greek